- ψαροκάλαθο
- τοπλατύ και αβαθές πανέρι μέσα στο οποίο τοποθετούνται τα ψάρια για πούλημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψαροκάλαθο — το, Ν καλάθι για την τοποθέτηση και τη μεταφορά ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + καλάθι] … Dictionary of Greek
κύρτη — η (Α κύρτη) [κύρτος] ψαροκάλαθο, αλιευτικό καλάθι με στενό λαιμό και με δολώματα, στο οποίο όταν μπουν τα ψάρια δεν μπορούν να βγουν αρχ. 1. είδος κοσκίνου 2. κλουβί πτηνού … Dictionary of Greek
κύρτος — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek
φερνίον — και φέρνιον, τὸ, Α ψαροκάλαθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φερνή (για τη σημ. τής λ. βλ. λ. φερνή)] … Dictionary of Greek
ψαροκόφινο — το, Ν 1. ψαροκάλαθο 2. ο κύρτος, σύνεργο ψαρικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + κοφίνι] … Dictionary of Greek